πέταλ'

πέταλ'
πέταλα , πέταλον
leaf
neut nom/voc/acc pl
πέταλα , πέταλος
neut nom/voc/acc pl
πέταλε , πέταλος
masc voc sg
πέταλαι , πέταλος
fem nom/voc pl
πέταλαι , πετάλη
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοιακούδα — και καλιακούδα, η κοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] …   Dictionary of Greek

  • καυχουδιά — καυχουδιά, ἡ (Μ) νέα κοπέλα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα, πλεξ ούδα) με καταβιβασμό τού τόνου και προσθήκη τής κατάλ. ιά κατά τα κοπέλα κοπελιά] …   Dictionary of Greek

  • μυΐτις — μυΐτις, ἡ (Α) θλάσπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μυρμηκ ίτις, πεταλ ίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον] …   Dictionary of Greek

  • πατελίδα — η / πατελίς, ίδος, ΝΑ πεταλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ιταλ. patella με επίθημα ίς, ίδος (βλ. πατέλλα), πρβλ. πεταλ ίδα] …   Dictionary of Greek

  • φουσκαλίδα — η, Ν μικρή φουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκάλα + κατάλ. ίδα (πρβλ. πεταλ ίδα) ή, κατ άλλη άποψη, < φούσκα + φυσαλλίδα με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • ψυχαρούδα — η, Ν πεταλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχάρι (ΙΙ) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] …   Dictionary of Greek

  • enneapetalous — enneapetalous, a. Bot. (ˌɛnɪəˈpɛtələs) [f. Gr. ἐννέα nine + πέταλ ον leaf + ous.] Having nine petals. So enneaˈphyllous a. [Gr. ϕύλλον leaf], having nine leaves or leaflets. enneaˈsepalous [sepal], having nine sepals. enneaˈspermous [Gr. σπέρµα… …   Useful english dictionary

  • petalostichous — petalostichous, a. Zool. (pɛtəˈlɒstɪkəs) [f. mod.L. Petalosticha, neut. pl. of petalostichus (f. Gr. πέταλ ον leaf + στίχος row) + ous.] Having petaloid ambulacra; belonging to the division Petalosticha of Echinoids …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”